Θυμάμαι μόνο τα θαμπά
της πόλης κείνης φώτα
και τη βοή απ’ τα οχήματα
μιας νύχτιας λεωφόρου
κι έμοιαζε σαν να κολυμπά
το πλήθος, πρώτα-πρώτα,
μέσα σ’ ομίχλης κύματα
και φλόγες του Εωσφόρου.
Ύστερα, κοίταξα να δω
την τρύπα πάνωθέ μου
τρέμοντας μη μ’ απέκλεισε
στους άγνωστους τους τόπους
κι ούτε να χάσω την οδό
ή ξεμακρύνω, Θε μου,
αλήθεια, πόσους να έκλεισε
το υπόγειο τούτο, ανθρώπους!
Τα βαγονέτα να περνούν
κινούμενα σε ράγες,
ω, τι σκηνή!... Χαράχτηκε
– τα συλλογιέμαι ολοένα –
στον ταραγμένο μου τον νουν
και γύρω κουκουβάγιες,
«καθείς σ’ αυτό που τάχτηκε»
κρώζοντας μανιασμένα.
Θυμάμαι τέλος μια μορφή,
που, στρέφοντας να φύγω,
σε μένα ερχόταν τρέχοντας
λέγοντας τ’ όνομά μου,
από τα νύχια ως την κορφή
στάζοντας λίγο-λίγο
αίμα κατράμι κι έχοντας
μαύρο κοστούμι γάμου.
Π.Θ.Τουμάσης
HTML Comment Box is loading comments...